εμψυχωτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εμψυχωτικά
<
εμψυχωτικός
+
-ά
Επίρρημα
εμψυχωτικά
με
εμψυχωτικό
τρόπο
,
εμψυχώνοντας
Μεταφράσεις
εμψυχωτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εμψυχωτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
εμψυχωτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.