εμψυχωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμψυχωτής οι εμψυχωτές
      γενική του εμψυχωτή των εμψυχωτών
    αιτιατική τον εμψυχωτή τους εμψυχωτές
     κλητική εμψυχωτή εμψυχωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμψυχωτής < εμψυχώ(νω) + -τής
  • για τη σημασία «επαγγελματίας που εμψυχώνει» < λείπει η ετυμολογία
  • για τον «επαγγελματία που οργανώνει πάρτι» < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /em.psi.xoˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμψυχωτής

Ουσιαστικό

εμψυχωτής αρσενικό (θηλυκό εμψυχώτρια)

  1. αυτός που εμψυχώνει, που δίνει θάρρος
  2. (νεολογισμός, επάγγελμα) επαγγελματίας που εμψυχώνει και ευαισθητοποιεί ανθρώπους ή ομάδες ώστε να πετύχουν ένα στόχο που έχουν βάλει. Ιδιαίτερα σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
    χρειάζεται παράθεμα
  3. (νεολογισμός, επάγγελμα) οργανώνει δραστηριότητες σε πάρτι / κοινωνικές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα για παιδιά
      Στις Hνωμένες Πολιτείες εργάζομαι ως σεναριογράφος / εμψυχωτής εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων σε παιδικό μουσείο (Σοφία Μαντουβάλου, Το φάντασμα του μαυροπίνακα, εκδ. Πατάκη, 2016 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.