animé

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

animé < animer

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό animé animés
θηλυκό animée animées

animé (fr)

  1. ζωντανός
     συνώνυμα: vivant
  2. (θρησκεία) που έχει μια ψυχή
  3. γεμάτος ζωντάνια
     συνώνυμα: vif, (μουσική) animato
  4. (μεταφορικά) εκνευρισμένος
     συνώνυμα: irrité
  5. γεμάτος κίνηση, πολυσύχναστος
    boulevard animé - πολυσύχναστη λεωφόρος
  6. έμψυχος

Εκφράσεις

  • dessin animé - κινούμενο σχέδιο

Αντώνυμα

Αναγραμματισμοί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.