εμψυχωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμψυχωτικός η εμψυχωτική το εμψυχωτικό
      γενική του εμψυχωτικού της εμψυχωτικής του εμψυχωτικού
    αιτιατική τον εμψυχωτικό την εμψυχωτική το εμψυχωτικό
     κλητική εμψυχωτικέ εμψυχωτική εμψυχωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμψυχωτικοί οι εμψυχωτικές τα εμψυχωτικά
      γενική των εμψυχωτικών των εμψυχωτικών των εμψυχωτικών
    αιτιατική τους εμψυχωτικούς τις εμψυχωτικές τα εμψυχωτικά
     κλητική εμψυχωτικοί εμψυχωτικές εμψυχωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμψυχωτικός < εμψυχώνω + -τικός

Επίθετο

εμψυχωτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.