άψυχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άψυχος | η | άψυχη | το | άψυχο |
| γενική | του | άψυχου | της | άψυχης | του | άψυχου |
| αιτιατική | τον | άψυχο | την | άψυχη | το | άψυχο |
| κλητική | άψυχε | άψυχη | άψυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άψυχοι | οι | άψυχες | τα | άψυχα |
| γενική | των | άψυχων | των | άψυχων | των | άψυχων |
| αιτιατική | τους | άψυχους | τις | άψυχες | τα | άψυχα |
| κλητική | άψυχοι | άψυχες | άψυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άψυχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄψυχος (για τη σημασία: που έχει πεθάνει) < ἀ- στερητικό + -ψυχος (ψυχή)
- για άλλες σημασίες: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄψυχος [1]
Επίθετο
άψυχος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- άψυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.