εμψύχωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμψύχωση οι εμψυχώσεις
      γενική της εμψύχωσης* των εμψυχώσεων
    αιτιατική την εμψύχωση τις εμψυχώσεις
     κλητική εμψύχωση εμψυχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμψυχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμψύχωση < ελληνιστική κοινή ἐμψύχωσις < ἐμψυχόω / ἐμψυχῶ < αρχαία ελληνική ψυχή

Ουσιαστικό

εμψύχωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.