εμψυχώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμψυχώτρια | οι | εμψυχώτριες |
| γενική | της | εμψυχώτριας | των | εμψυχωτριών |
| αιτιατική | την | εμψυχώτρια | τις | εμψυχώτριες |
| κλητική | εμψυχώτρια | εμψυχώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εμψυχώτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.