pas
Αγγλικά (en)
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pas/
- ⓘ
Ουσιαστικό
pas (pl) αρσενικό
- η ζώνη
- (μεταφορικά) η περιοχή του σώματος γύρω από την οποία μπαίνει η ζώνη, η μέση
- ↪ woda sięga nam po pas - το νερό φτάνει μέχρι τη μέση μας
- η λωρίδα
- σε οδόστρωμα
- ↪ nie należy często zmieniać pasów podczas jazdy - δεν πρέπει να αλλάζουμε συχνά λωρίδες στη διάρκεια της οδήγησης
- σε μηχανή, ο ιμάντας
- γενικά μία μακρόστενη περιοχή
- σε οδόστρωμα
- η διαγραμμισμένη περιοχή για το πέρασμα των πεζών, η διάβαση
- (χαρτοπαίγνιο) το πάσο
Εκφράσεις
- brać nogi za pas - βάζω τα πόδια στον ώμο (κατά λέξη: παίρνω τα πόδια στη ζώνη-μέση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.