αγουροξύπνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγουροξύπνητος | η | αγουροξύπνητη | το | αγουροξύπνητο |
| γενική | του | αγουροξύπνητου | της | αγουροξύπνητης | του | αγουροξύπνητου |
| αιτιατική | τον | αγουροξύπνητο | την | αγουροξύπνητη | το | αγουροξύπνητο |
| κλητική | αγουροξύπνητε | αγουροξύπνητη | αγουροξύπνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγουροξύπνητοι | οι | αγουροξύπνητες | τα | αγουροξύπνητα |
| γενική | των | αγουροξύπνητων | των | αγουροξύπνητων | των | αγουροξύπνητων |
| αιτιατική | τους | αγουροξύπνητους | τις | αγουροξύπνητες | τα | αγουροξύπνητα |
| κλητική | αγουροξύπνητοι | αγουροξύπνητες | αγουροξύπνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγουροξύπνητος < αγουροξυπνώ + -τος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αγουροξυπνώ, άγουρος, ώρα, ξυπνώ και ύπνος
Μεταφράσεις
αγουροξύπνητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.