αγουροθερίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγουροθερίζω < άγουρος + -ο- + θερίζω

Ρήμα

αγουροθερίζω (παθητική φωνή: αγουροθερίζομαι)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.