αγουράδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγουράδα | οι | αγουράδες |
| γενική | της | αγουράδας | — | |
| αιτιατική | την | αγουράδα | τις | αγουράδες |
| κλητική | αγουράδα | αγουράδες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγουράδα < άγουρος + -άδα < αρχαία ελληνική ἄωρος < ὥρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.γuˈɾa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γου‐ρά‐δα
- παρώνυμο: αφουράδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.