αγουροξυπνώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- αγουροξύπνημα
- αγουροξυπνημένος
- αγουροξύπνητος
- → δείτε τις λέξεις άγουρος, ώρα, ξυπνώ και ύπνος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αγουροξυπνάω - αγουροξυπνώ | αγουροξυπνούσα | θα αγουροξυπνάω - αγουροξυπνώ | να αγουροξυπνάω - αγουροξυπνώ | αγουροξυπνώντας | |
| β' ενικ. | αγουροξυπνάς | αγουροξυπνούσες | θα αγουροξυπνάς | να αγουροξυπνάς | αγουροξύπνα - αγουροξύπναγε | |
| γ' ενικ. | αγουροξυπνάει - αγουροξυπνά | αγουροξυπνούσε | θα αγουροξυπνάει - αγουροξυπνά | να αγουροξυπνάει - αγουροξυπνά | ||
| α' πληθ. | αγουροξυπνάμε - αγουροξυπνούμε | αγουροξυπνούσαμε | θα αγουροξυπνάμε - αγουροξυπνούμε | να αγουροξυπνάμε - αγουροξυπνούμε | ||
| β' πληθ. | αγουροξυπνάτε | αγουροξυπνούσατε | θα αγουροξυπνάτε | να αγουροξυπνάτε | αγουροξυπνάτε | |
| γ' πληθ. | αγουροξυπνάν(ε) - αγουροξυπνούν(ε) | αγουροξυπνούσαν(ε) | θα αγουροξυπνάν(ε) - αγουροξυπνούν(ε) | να αγουροξυπνάν(ε) - αγουροξυπνούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αγουροξύπνησα | θα αγουροξυπνήσω | να αγουροξυπνήσω | αγουροξυπνήσει | ||
| β' ενικ. | αγουροξύπνησες | θα αγουροξυπνήσεις | να αγουροξυπνήσεις | αγουροξύπνα - αγουροξύπνησε | ||
| γ' ενικ. | αγουροξύπνησε | θα αγουροξυπνήσει | να αγουροξυπνήσει | |||
| α' πληθ. | αγουροξυπνήσαμε | θα αγουροξυπνήσουμε | να αγουροξυπνήσουμε | |||
| β' πληθ. | αγουροξυπνήσατε | θα αγουροξυπνήσετε | να αγουροξυπνήσετε | αγουροξυπνήστε | ||
| γ' πληθ. | αγουροξύπνησαν αγουροξυπνήσαν(ε) |
θα αγουροξυπνήσουν(ε) | να αγουροξυπνήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αγουροξυπνήσει | είχα αγουροξυπνήσει | θα έχω αγουροξυπνήσει | να έχω αγουροξυπνήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αγουροξυπνήσει | είχες αγουροξυπνήσει | θα έχεις αγουροξυπνήσει | να έχεις αγουροξυπνήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αγουροξυπνήσει | είχε αγουροξυπνήσει | θα έχει αγουροξυπνήσει | να έχει αγουροξυπνήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αγουροξυπνήσει | είχαμε αγουροξυπνήσει | θα έχουμε αγουροξυπνήσει | να έχουμε αγουροξυπνήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αγουροξυπνήσει | είχατε αγουροξυπνήσει | θα έχετε αγουροξυπνήσει | να έχετε αγουροξυπνήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αγουροξυπνήσει | είχαν αγουροξυπνήσει | θα έχουν αγουροξυπνήσει | να έχουν αγουροξυπνήσει |
| |
Μεταφράσεις
αγουροξυπνώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.