ανώριμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανώριμος | η | ανώριμη | το | ανώριμο |
| γενική | του | ανώριμου | της | ανώριμης | του | ανώριμου |
| αιτιατική | τον | ανώριμο | την | ανώριμη | το | ανώριμο |
| κλητική | ανώριμε | ανώριμη | ανώριμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανώριμοι | οι | ανώριμες | τα | ανώριμα |
| γενική | των | ανώριμων | των | ανώριμων | των | ανώριμων |
| αιτιατική | τους | ανώριμους | τις | ανώριμες | τα | ανώριμα |
| κλητική | ανώριμοι | ανώριμες | ανώριμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ανώριμος, -η, -ο
- (για καρπούς) που δεν έχει ωριμάσει
- (για ανθρώπους) που δεν έχει φτάσει ακόμη στην πλήρη ψυχική και πνευματική του ωριμότητα ή σε πλήρη βιολογική ανάπτυξη
- Ο πολύ νέος άνθρωπος είναι συναισθηματικά / κοινωνικά / σεξουαλικά ανώριμος
- Ένα παιδί τεσσάρων ετών είναι ανώριμο να παρακολουθήσει σχολικά μαθήματα.
- (για καταστάσεις)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.