αγουρέλαιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγουρέλαιο τα αγουρέλαια
      γενική του αγουρέλαιου
& αγουρελαίου
των αγουρέλαιων
& αγουρελαίων
    αιτιατική το αγουρέλαιο τα αγουρέλαια
     κλητική αγουρέλαιο αγουρέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγουρέλαιο < αγουρ- + -έλαιο, μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική αγουρόλαδο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣuˈɾe.le.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγουρέλαιο

Ουσιαστικό

αγουρέλαιο ουδέτερο

  • ελαιόλαδο που έχει παραχθεί από:
    1. από άγουρες, πράσινες ελιές
    2. από την αρχική σύνθλιψη των καρπών της ελιάς χωρίς τη συνακόλουθη χρήση θερμότητας (ψυχρή έκθλιψη), όπως λ.χ. ζεστού νερού

Συνώνυμα

  • πρωτόλαδο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.