-όπουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -όπουλο | τα | -όπουλα |
| γενική | του | -όπουλου | των | -όπουλων |
| αιτιατική | το | -όπουλο | τα | -όπουλα |
| κλητική | -όπουλο | -όπουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -όπουλο < προσθήκη -ό- στο κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική -πουλον / -πουλο < όψιμη ελληνιστική κοινή ποῦλος / ποῦλλος (νεοσσός) < λατινική pullus. [1] [2] Συγγενικό το πῶλος (αρχαία ελληνικά) Δείτε και πουλί.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ό‐που‐λο
Επίθημα
-όπουλο ουδέτερο ή -πουλο (θηλυκό -οπούλα)
- υποκοριστικό επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά. Δηλώνει
- πατρογονικό υποκοριστικό αρσενικών ουσιαστικών
- για μικρής ηλικίας γιο αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη
- άρχοντας > αρχοντόπουλο ή αρχοντόπουλο, βασιλιάς > βασιλόπουλο, δάσκαλος > δασκαλόπουλο
- για μικρής ηλικίας κορίτσι
- (στον πληθυντικό) δηλώνει γένος αρσενικό ή θηλυκό για παιδιά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη
- αρχοντόπουλα (γιοι και κόρες)
- το μικρό ζώου
- με τα χαρακτηριστικά ή την επαγγελματική ιδιότητα της πρωτότυπης λέξης
- βοσκός > βοσκόπουλο, επαρχιώτης > επαρχιωτόπουλο
- για μικρής ηλικίας γιο αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη
- πατριδωνυμικό υποκοριστικό
- Έλληνας > ελληνόπουλο, Κρητικός > κρητικόπουλο
- πατρογονικό υποκοριστικό αρσενικών ουσιαστικών
- ως -πουλο και αναλύσεις όπως αρχοντόπουλο [2] [3]
- παλιότερη γραφή: -πουλλο(ν) [4]
Παράγωγα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -όπουλο στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -όπουλο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
-όπουλο
|
|
Αναφορές
- -όπουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «-πουλο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- «-πουλο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- «-πουλ(λ)ος-α-ο(ν)» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
- -όπουλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Αναφορές
- γουρουνόπουλο - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.