-οπούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -οπούλα | οι | -οπούλες |
| γενική | της | -οπούλας | — | |
| αιτιατική | τη(ν) | -οπούλα | τις | -οπούλες |
| κλητική | -οπούλα | -οπούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -οπούλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -πούλα και -οπούλα, θηλυκό του -πουλο(ν), -όπουλο < -ο- + -πούλα.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈpu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ο‐πού‐λα
Επίθημα
-οπούλα θηλυκό (αρσενικό -όπουλο)
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -οπούλα στο Βικιλεξικό
όπως
- αρχοντοπούλα
- αφεντοπούλα
- βαριοπούλα
- βασιλοπούλα
- βεζιροπούλα
- βλαχοπούλα
- βοσκοπούλα
- γαλοπούλα
- γειτονοπούλα
- γυφτοπούλα
- εβραιοπούλα
- εγγλεζοπούλα
- ελληνοπούλα
- επαρχιωτοπούλα
- νησιωτοπούλα
- νοικοκυροπούλα
- πριγκιποπούλα
- προσφυγοπούλα
- ρηγοπούλα
- σκλαβοπούλα
- τουρκοπούλα
- τσελιγκοπούλα
- τσιγγανοπούλα
- τσοπανοπούλα
- χωριατοπούλα
- ψαροπούλα
Αναφορές
- "-οπούλα" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -οπούλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.