πῶλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πῶλος | οἱ/αἱ | πῶλοι |
| γενική | τοῦ/τῆς | πώλου | τῶν | πώλων |
| δοτική | τῷ/τῇ | πώλῳ | τοῖς/ταῖς | πώλοις |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πῶλον | τοὺς/τὰς | πώλους |
| κλητική ὦ! | πῶλε | πῶλοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πώλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πώλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «πῶλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πῶλος, ήδη μυκηναϊκή 𐀡𐀫 (po-ro) < ανάγεται σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂w- (συγγενικό το παῖς)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πώλος
Ουσιαστικό
πῶλος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
πωλο-
πωλο-
- αἰολόπωλος
- ἀμβροτόπωλος
- ἀπώλευτος
- δίπωλος
- ἑξάπωλος
- ἐνδοξόπωλος
- εὔπωλος
- ἐχέπωλος
- Ἐχέπωλος
- καλλίπωλος
- κλυτόπωλος
- κωδωνοφαλαρόπωλος
- λευκόπωλος
- μελανόπωλος
- μονόπωλος
- παλίμπωλος
- πωλάριον
- πώλευμα
- πώλευσις
- πωλευτής
- πωλευτικός
- πωλεύω
- πωλικός
- πώλιον
- πωλίον
- πωλοδαμαστής
- πωλοδαμαστική
- πωλοδαμνέω
- πωλοδάμνης
- πωλοδαμνία
- πωλοδαμνικός
- πωλομάχος
- πωλοτροφέω
- πωλοτροφία
- πωλοτροφικός
- πωλότροφος
- πωλοτρόφος
- ταχύπωλος
- τετράπωλον
- τρίπωλος
- ὑπόπωλος
Πηγές
- πῶλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πῶλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.