άρχοντας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | άρχοντας | οι | άρχοντες |
| γενική | του | άρχοντα | των | αρχόντων |
| αιτιατική | τον | άρχοντα | τους | άρχοντες |
| κλητική | άρχοντα | άρχοντες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άρχοντας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄρχοντας, μορφή του ἄρχων (ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ἄρχων μετοχή και ουσιαστικοποιημένη μετοχή του ἄρχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.xon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐χο‐ντας
Ουσιαστικό
άρχοντας αρσενικό (θηλυκό αρχόντισσα)
- πλούσιος άνδρας με θέση κύρους που φέρεται γενναιόδωρα και μεταφορικά όποιος φέρεται με παρόμοιο τρόπο χωρίς απαραιτήτως να είναι εύπορος
- ↪ Ο Κώστας είναι άρχοντας, καθαρός, καλοντυμένος, ευγενής, πάντα κερνάει.
- ↪ Είναι μισθωτός, αλλά θέλει να ζει σαν άρχοντας.
- (παρωχημένο) ο κυβερνήτης μιας περιοχής, ο αξιωματούχος, αριστοκράτης ή ευγενής που δικοικούσε μια περιοχή
- (στην Ελλάδα) τσιφλικάς, προύχοντας, δημογέροντας
- (αρχαία Αθήνα) επίσημος τίτλος
Συγγενικά
- αρχοντάρης
- αρχονταρίκι
- αρχονταριό
- αρχοντιά
- αρχοντικός
- αρχοντιλίκι
- αρχοντολόι
- αρχοντο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αρχοντο- στο Βικιλεξικό
→ και δείτε τη λέξη άρχω
Πηγές
- άρχοντας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άρχοντας - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.