δασκαλόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δασκαλόπουλο | τα | δασκαλόπουλα |
| γενική | του | δασκαλόπουλου | των | δασκαλόπουλων |
| αιτιατική | το | δασκαλόπουλο | τα | δασκαλόπουλα |
| κλητική | δασκαλόπουλο | δασκαλόπουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
δασκαλόπουλο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.