κοτόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοτόπουλο | τα | κοτόπουλα |
| γενική | του | κοτόπουλου | των | κοτόπουλων |
| αιτιατική | το | κοτόπουλο | τα | κοτόπουλα |
| κλητική | κοτόπουλο | κοτόπουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Άσπρο κοτόπουλο.

Κότα με κοτόπουλα.

Ψητό κοτόπουλο.
Ετυμολογία
- κοτόπουλο < κότ(α) + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈto.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐τό‐που‐λο
Ουσιαστικό
κοτόπουλο ουδέτερο
- (πτηνό) εξημερωμένο πτηνό του είδους Gallus gallus, νεαρής ηλικίας.
- ↪ Η αυλή μας είναι γεμάτη κοτόπουλα.
- (γαστρονομία) μαγειρεμένο ή ωμό ολόκληρο κοτόπουλο.
- ↪ κοτόπουλο ψητό, στήθος κοτόπουλου, φτερούγες κοτόπουλου
- ↪ Αγόρασα από τον χασάπη ένα κοτόπουλο.
- ↪ Βάλε μου μισό κοτόπουλο και μία μερίδα πατάτες τηγανητές.
- (τρόφιμο) το κρέας του κοτόπουλου.
- ↪ Πήρα μια μερίδα φιλέτο κοτόπουλο.
- ↪ Παρακαλώ, ένα σουβλάκι κοτόπουλο.
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- πέφτω σαν κοτόπουλο
Παράγωγα
- κοτοπουλάκι
- κοτοπουλιέρα
- κοτοπουλίλα
Μεταφράσεις
Πηγές
- κοτόπουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κοτόπουλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.