καραβοκύρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραβοκύρης οι καραβοκύρηδες
& καραβοκυραίοι
      γενική του καραβοκύρη των καραβοκύρηδων
& καραβοκυραίων
    αιτιατική τον καραβοκύρη τους καραβοκύρηδες
& καραβοκυραίους
     κλητική καραβοκύρη καραβοκύρηδες
& καραβοκυραίοι
Σπάνιοι οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού.
Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραβοκύρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καραβοκύρης < καράβι + κύρης[1]

Ουσιαστικό

καραβοκύρης αρσενικό (θηλυκό καραβοκύρισσα)

  1. (ναυτικός όρος, επάγγελμα) ο πλοιοκτήτης, ή ο συμπλοιοκτήτης με το μεγαλύτερο μέρισμα
  2. ο καπετάνιος, ή πλοίαρχος, που συνέβαινε να είναι και ο πλοιοκτήτης

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καραβοκύρης < καράβιν ή καράβ(ι) + κύρης
καραβοκύρης < νέα ελληνικά: καραβοκύρης

Ουσιαστικό

καραβοκύρης αρσενικό

Κλιτικοί τύποι

Συγγενικά

  • καραβοκάτεργα
  •  και δείτε τη λέξη καράβιν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.