-έσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -έσα οι -έσες
      γενική της -έσας των (-εσών)
    αιτιατική τη(ν) -έσα τις -έσες
     κλητική -έσα -έσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-έσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -έσα, τύπος του -έσσα < ιταλική -essa λατινική -issa αρχαία ελληνική -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα

Επίθημα

-έσα θηλυκό

Παράγωγα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έσα στο Βικιλεξικό

  • -εσσα (κατάληξη θηλυκών επιθέτων)

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-έσα (αντιδάνειο): τύπος του -έσσα < ιταλική -essa < λατινική -issa αρχαία ελληνική -ισσα

Επίθημα

-έσα ή -έσσα θηλυκό

Παράγωγα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -έσα στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -έσσα στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.