ὀξύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὀξῠ́ς ὀξεῖᾰ
ιωνικός ὀξέα
τὸ ὀξῠ́
      γενική τοῦ ὀξέος τῆς ὀξείᾱς τοῦ ὀξέος
      δοτική τῷ (ὀξέϊ) ὀξεῖ τῇ ὀξείᾳ τῷ (ὀξέϊ) ὀξεῖ
    αιτιατική τὸν ὀξῠ́ν τὴν ὀξεῖᾰν τὸ ὀξῠ́
     κλητική ! ὀξῠ́ ὀξεῖᾰ ὀξῠ́
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ (ὀξέες) ὀξεῖς αἱ ὀξεῖαι τὰ ὀξέ
επικός ὀξεῖα
      γενική τῶν ὀξέων τῶν ὀξειῶν τῶν ὀξέων
      δοτική τοῖς ὀξέσῐ(ν) ταῖς ὀξείαις τοῖς ὀξέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ὀξεῖς τὰς ὀξείᾱς τὰ ὀξέ
     κλητική ! (ὀξέες) ὀξεῖς ὀξεῖαι ὀξέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀξέε (ὀξεῖ) τὼ ὀξείᾱ τὼ ὀξέε (ὀξεῖ)
      γεν-δοτ τοῖν ὀξέοιν τοῖν ὀξείαιν τοῖν ὀξέοιν
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth.
Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου).
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

ὀξύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eḱ- (κοφτερός, οξύς) Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) ὄκρις (ανώμαλη προεξοχή, οξυκόρυφος βράχος) και ἀκή (αιχμή, κόψη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ok.sýs/ [1]

Επίθετο

ὀξύς, -εῖα (& ιωνικός τύπος -έα), -ύ. (επίρρημα: ὀξέως & ὀξὺ)

  1. οξύς, μυτερός, απότομος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 28
    ἔλεγε δὲ ὧδε, εἶναι δύο ὄρεα ἐς ὀξὺ τὰς κορυφὰς ἀπηγμένα
    έλεγε πως εκεί βρίσκονται δύο βουνά με απότομες κορυφές)
  2. αιχμηρός, κοφτερός, σουβλερός
  3. διαπεραστικός, διεισδυτικός, δριμύς, τραχύς
  4. έντονος, ισχυρός
  5. οξυδερκής, έξυπνος
  6. ταχύς, ορμητικός, ευέξαπτος
  7. (για τον ήχο) οξύς, υψηλός, διαπεραστικός
  8. (για τις γεύσεις) ξινός, πικρός, στυφός
  9. (ως προς την κίνηση) ταχύς, ευκίνητος, γρήγορος

Αντώνυμα

  • ἀμβλύς

Εκφράσεις

  • λίθος ὀξύς: κοφτερή πέτρα, μαχαίρι
  • ὀξὺ ἀκούω: έχω οξεία ακοή
  • ὀξύτατον δέρκομαι: βλέπω καλά, έχω οξυτάτη/δυνατή όραση
  • τὸ ὀξύ: η κορυφή του τριγώνου

Συγγενικά

  • ὀξυ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀξυ- στο Βικιλεξικό

όπως

  • ὀξυβάφιον
  • ὀξύβαφον
  • ὀξυβελής
  • ὀξυβλεπτέω
  • ὀξυβλέπτης
  • ὀξυβλεψία
  • ὀξυβόας
  • ὀξυβόλος
  • ὀξυβουλία
  • ὀξυβρέχω
  • ὀξύγαλα
  • ὀξυγαλάκτινος
  • ὀξύγαρον
  • ὀξύγγιον
  • ὀξυγένειος
  • ὀξύγενυς
  • ὀξύγλυκυ
  • ὀξύγλυκυς
  • ὀξύγονον
  • ὀξύγοος
  • ὀξυγράφος
  • ὀξυγώνιος
  • ὀξυγωνιότης
  • ὀξυδερκέω
  • ὀξυδερκής
  • ὀξυδερκία
  • ὀξυδερκικός
  • ὀξυδορκέω
  • ὀξυδορκία
  • ὀξυδορκικός
  • ὀξύδουπος
  • ὀξυδρόμος
  • ὀξυέθειρ
  • ὀξυέλαιον
  • ὀξυζύμια
  • ὀξύζωμος
  • ὀξυηκοΐα
  • ὀξυήκοος
  • ὀξυηχής
  • ὀξύηχος
  • ὀξυθανασία
  • ὀξυθάνατος
  • ὀξυθηγής
  • ὀξύθηκτος
  • ὀξυθρήνητος
  • ὄξυθριξ
  • ὀξυθυμέω
  • ὀξυθύμησις
  • ὀξυθυμία
  • ὀξύθυμος
  • ὀξυκαμπής
  • ὀξυκάρδιος
  • ὀξυκάρηνος
  • ὀξύκεδρος
  • ὀξυκέλευθος
  • ὀξυκέρατος
  • ὀξυκέρως
  • ὀξυκέφαλος
  • ὀξυκιησία
  • ὀξυκίνητος
  • ὀξυκοΐα
  • ὀξυκόμινα
  • ὀξύκομος
  • ὀξυκόρακος
  • ὀξύκραμα
  • ὀξύκρατον
  • ὀξυλαβής
  • ὀξυλαβία
  • ὀξυλάλος
  • ὀξύμωρος
  • ὀξύνους
  • ὀξύνω
  • ὀξυπώγων
  • ὀξύστερνος
  • ὀξύτης
  • ὀξύφρων
  • ὀξύφωνος

Ετυμολογία 2

  • λείπει η κλίση
ὀξύς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὀξύς, -ύδος θηλυκό

  • ζητούμενο λήμμα

Αναφορές

  1. ὀξύς#Pronunciation στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.