γρήγορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γρήγορος η γρήγορη το γρήγορο
      γενική του γρήγορου της γρήγορης του γρήγορου
    αιτιατική τον γρήγορο τη γρήγορη το γρήγορο
     κλητική γρήγορε γρήγορη γρήγορο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γρήγοροι οι γρήγορες τα γρήγορα
      γενική των γρήγορων των γρήγορων των γρήγορων
    αιτιατική τους γρήγορους τις γρήγορες τα γρήγορα
     κλητική γρήγοροι γρήγορες γρήγορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γρήγορος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γρήγορος < ελληνιστική κοινή γρήγορος (ξυπνητός) < ελληνιστική κοινή ἐγρήγορος < γρηγορῶ, παρακείμενος ἐγρήγορα (έχω ξυπνήσει) του ἐγείρω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣɾi.ɣo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρήγορος

Επίθετο

γρήγορος

  1. που μπορεί να αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα καθώς κινείται
    γρήγορος δρομέας, γρήγορο αυτοκίνητο
  2. που μπορεί να ολοκληρώσει ένα έργο σε λίγο χρόνο
    είναι γρήγορος στη δουλειά του
    γρήγορος υπολογιστής
  3. που ολοκληρώνεται σε λίγο χρόνο
    γρήγορος συλλογισμός
    γρήγορη διαδρομή

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.