υψηλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υψηλός | η | υψηλή | το | υψηλό |
| γενική | του | υψηλού | της | υψηλής | του | υψηλού |
| αιτιατική | τον | υψηλό | την | υψηλή | το | υψηλό |
| κλητική | υψηλέ | υψηλή | υψηλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υψηλοί | οι | υψηλές | τα | υψηλά |
| γενική | των | υψηλών | των | υψηλών | των | υψηλών |
| αιτιατική | τους | υψηλούς | τις | υψηλές | τα | υψηλά |
| κλητική | υψηλοί | υψηλές | υψηλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υψηλός < αρχαία ελληνική ὑψηλός < ὕψος
Επίθετο
υψηλός, -ή, -ό
- που έχει μεγάλο ύψος
- οξύς, μεγάλος ως προς τη συχνότητα (για ήχους και )
- δεν ακούει καλά τις υψηλές συχνότητες
- (μεταφορικά) μεγάλος, πολύς
- (μεταφορικά) που συνοδεύεται από ισχύ, κύρος
- (μεταφορικά) ευγενικός, περήφανος, μεγαλοπρεπής
- (μεταφορικά) έντονος, δυνατός
- η συζήτηση διεξήχθη σε υψηλούς τόνους
Εκφράσεις
- αφ᾿ υψηλού : υπεροπτικά, αλαζονικά
Συγγενικά
- υψηλότητα
- υψηλόβαθμος
- υψηλόμισθος
- υψηλόφωνος
- υψηλόφρων
- → δείτε τη λέξη ψηλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.