διεισδυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διεισδυτικός | η | διεισδυτική | το | διεισδυτικό |
| γενική | του | διεισδυτικού | της | διεισδυτικής | του | διεισδυτικού |
| αιτιατική | τον | διεισδυτικό | τη | διεισδυτική | το | διεισδυτικό |
| κλητική | διεισδυτικέ | διεισδυτική | διεισδυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διεισδυτικοί | οι | διεισδυτικές | τα | διεισδυτικά |
| γενική | των | διεισδυτικών | των | διεισδυτικών | των | διεισδυτικών |
| αιτιατική | τους | διεισδυτικούς | τις | διεισδυτικές | τα | διεισδυτικά |
| κλητική | διεισδυτικοί | διεισδυτικές | διεισδυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διεισδυτικός < βαθύς: βαθύ βλέμμα
διαπεραστικός: διαπεραστική ματιά
Μεταφράσεις
διεισδυτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.