ἀκή

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀκή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h2kros-

Ουσιαστικό

ἀκή θηλυκό

Συγγενικά

η λέξη ἀκὴ έδωσε στη νέα ελληνική και τις παρακάτω λέξεις:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.