ευκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκίνητος | η | ευκίνητη | το | ευκίνητο |
| γενική | του | ευκίνητου | της | ευκίνητης | του | ευκίνητου |
| αιτιατική | τον | ευκίνητο | την | ευκίνητη | το | ευκίνητο |
| κλητική | ευκίνητε | ευκίνητη | ευκίνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκίνητοι | οι | ευκίνητες | τα | ευκίνητα |
| γενική | των | ευκίνητων | των | ευκίνητων | των | ευκίνητων |
| αιτιατική | τους | ευκίνητους | τις | ευκίνητες | τα | ευκίνητα |
| κλητική | ευκίνητοι | ευκίνητες | ευκίνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /efˈci.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐κί‐νη‐τος
Επίθετο
ευκίνητος, -η, -ο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ευκίνητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.