ευκίνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκίνητος η ευκίνητη το ευκίνητο
      γενική του ευκίνητου της ευκίνητης του ευκίνητου
    αιτιατική τον ευκίνητο την ευκίνητη το ευκίνητο
     κλητική ευκίνητε ευκίνητη ευκίνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκίνητοι οι ευκίνητες τα ευκίνητα
      γενική των ευκίνητων των ευκίνητων των ευκίνητων
    αιτιατική τους ευκίνητους τις ευκίνητες τα ευκίνητα
     κλητική ευκίνητοι ευκίνητες ευκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευκίνητος < αρχαία ελληνική εὐκίνητος < εὖ + κινητός. Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + -κίνητος.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /efˈci.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευκίνητος

Επίθετο

ευκίνητος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που κινείται εύκολα (και ταχέως)
  2. (μεταφορικά) που διακρίνεται για την ευστροφία και την εξυπνάδα του

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.