δριμύς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δριμύς | η | δριμεία | το | δριμύ |
| γενική | του | δριμύ & δριμέος |
της | δριμείας | του | δριμέος |
| αιτιατική | τον | δριμύ | τη | δριμεία | το | δριμύ |
| κλητική | δριμύ | δριμεία | δριμύ | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δριμείς | οι | δριμείες | τα | δριμέα |
| γενική | των | δριμέων | των | δριμειών | των | δριμέων |
| αιτιατική | τους | δριμείς | τις | δριμείες | τα | δριμέα |
| κλητική | δριμείς | δριμείες | δριμέα | |||
| Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δριμύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δριμύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðɾiˈmis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρι‐μύς
Επίθετο
δριμύς, -εία, -ύ, συγκριτικός : δριμύτερος, υπερθετικός : δριμύτατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δριμῠ́ς | ἡ | δριμεῖᾰ | τὸ | δριμῠ́ |
| γενική | τοῦ | δριμέος | τῆς | δριμείᾱς | τοῦ | δριμέος |
| δοτική | τῷ | (δριμέϊ) δριμεῖ | τῇ | δριμείᾳ | τῷ | (δριμέϊ) δριμεῖ |
| αιτιατική | τὸν | δριμῠ́ν | τὴν | δριμεῖᾰν | τὸ | δριμῠ́ |
| κλητική ὦ! | δριμῠ́ | δριμεῖᾰ | δριμῠ́ | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | (δριμέες) δριμεῖς | αἱ | δριμεῖαι | τὰ | δριμέᾰ |
| γενική | τῶν | δριμέων | τῶν | δριμειῶν | τῶν | δριμέων |
| δοτική | τοῖς | δριμέσῐ(ν) | ταῖς | δριμείαις | τοῖς | δριμέσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | δριμεῖς | τὰς | δριμείᾱς | τὰ | δριμέᾰ |
| κλητική ὦ! | (δριμέες) δριμεῖς | δριμεῖαι | δριμέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δριμέε (δριμεῖ) | τὼ | δριμείᾱ | τὼ | δριμέε (δριμεῖ) |
| γεν-δοτ | τοῖν | δριμέοιν | τοῖν | δριμείαιν | τοῖν | δριμέοιν |
| Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth. Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου). | ||||||
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δριμύς < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
δριμύς, -εῖα, -ύ, συγκριτικός : δριμύτερος, υπερθετικός : δριμύτατος
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) διαπεραστικός, κοφτερός, οξύς, σφοδρός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 322
- εἴ ποθεν ἐξεύροι· μάλα γὰρ δριμὺς χόλος αἱρεῖ·
- ίσως τον έβρει, ότι θυμός δριμύς την κατακαίει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- εἴ ποθεν ἐξεύροι· μάλα γὰρ δριμὺς χόλος αἱρεῖ·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 457 (457-458)
- δριμὺ δ᾽ Ἄρη᾽ ἄχος εἷλεν· ἐρυσσάμενος δ᾽ ἄορ ὀξὺ | ἔσσυτ᾽ ἐφ᾽ Ἡρακλέα κρατερόφρονα·
- Λύπη σφοδρή κυρίεψε τον Άρη. Το αιχμηρό το ξίφος τράβηξε | κι όρμησε στον κρατερόψυχο Ηρακλή.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- δριμὺ δ᾽ Ἄρη᾽ ἄχος εἷλεν· ἐρυσσάμενος δ᾽ ἄορ ὀξὺ | ἔσσυτ᾽ ἐφ᾽ Ἡρακλέα κρατερόφρονα·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 261
- πᾶσαι δ᾽ ἀμφ᾽ ἑνὶ φωτὶ μάχην δριμεῖαν ἔθεντο·
- Κι όλες από έναν άντρα γύρω μάχη δριμεία είχαν στήσει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πᾶσαι δ᾽ ἀμφ᾽ ἑνὶ φωτὶ μάχην δριμεῖαν ἔθεντο·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 322
- (όσον αφορά στη γεύση, στην όραση ή στην όσφρηση) καυστικός, οξύς, ερεθιστικός
- (για χόρτα, βότανα) άγριος, πικρός
- (για οσμή) οξύς, έντονος
- (για πρόσωπα) πικρόχολος, καυστικός, δηκτικός
- (για πρόσωπα) αυστηρός, άγριος
- (για πρόσωπα) πανούργος, πονηρός, αγχίνους
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 255 (255-257)
- ἥκει γάρ τις δριμὺς πρέσβυς | καινὸς γνώμην | καινῶν ἔργων τ᾽ ἐγχειρητής.
- Έφτασ᾽ ένας γέροντας | τώρα τετραπέρατος· | νέες ιδέες σοφίζεται | κι έργα νέα επιχειρεί.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἥκει γάρ τις δριμὺς πρέσβυς | καινὸς γνώμην | καινῶν ἔργων τ᾽ ἐγχειρητής.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 255 (255-257)
Συγγενικά
- ἄδριμυς
- δριμέως (επίρρημα)
- δριμός
- δρίμυξις
- δριμυφαγέω
- δριμυφαγία
- δριμυφάγος
- δριμυγμός
- δριμύζω
- δριμυλέων
- δριμύλος
- δριμύμωρος
- δριμυποιέω
- δριμύσσω
- δριμύτης
- ὑπέρδριμυς
- ὑπόδριμυς
Πηγές
- δριμύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δριμύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.