ὀξυδερκής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀξυδερκής | τὸ | ὀξυδερκές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὀξυδερκοῦς | τοῦ | ὀξυδερκοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὀξυδερκεῖ | τῷ | ὀξυδερκεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀξυδερκῆ | τὸ | ὀξυδερκές | ||
| κλητική ὦ! | ὀξυδερκές | ὀξυδερκές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὀξυδερκεῖς | τὰ | ὀξυδερκῆ | ||
| γενική | τῶν | ὀξυδερκῶν | τῶν | ὀξυδερκῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὀξυδερκέσῐ(ν) | τοῖς | ὀξυδερκέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὀξυδερκεῖς | τὰ | ὀξυδερκῆ | ||
| κλητική ὦ! | ὀξυδερκεῖς | ὀξυδερκῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀξυδερκεῖ | τὼ | ὀξυδερκεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀξυδερκοῖν | τοῖν | ὀξυδερκοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὀξυδερκής < ὀξυ- + -δερκής (< ὀξύς + δέρκομαι)
Επίθετο
ὀξυδερκής, -ής, -ές, συγκριτικός :ὀξυδερκέστερος, υπερθετικός : ὀξυδερκέστατος
Συγγενικά
- ὀξυδέρκεια
- ὀξυδερκέω
- ὀξυδερκία
- ὀξυδερκικός
- ὀξυδερκώ
- ὀξυδερκῶς
- → δείτε τις λέξεις ὀξύς και δέρκομαι
Πηγές
- ὀξυδερκής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀξυδερκής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.