σουβλερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουβλερός η σουβλερή το σουβλερό
      γενική του σουβλερού της σουβλερής του σουβλερού
    αιτιατική τον σουβλερό τη σουβλερή το σουβλερό
     κλητική σουβλερέ σουβλερή σουβλερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουβλεροί οι σουβλερές τα σουβλερά
      γενική των σουβλερών των σουβλερών των σουβλερών
    αιτιατική τους σουβλερούς τις σουβλερές τα σουβλερά
     κλητική σουβλεροί σουβλερές σουβλερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σουβλερός < σουβλ(ί)[1] ή σούβλ(α)[2] + -ερός

Προφορά

ΔΦΑ : /su.vleˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουβλερός

Επίθετο

σουβλερός, -ή, -ό

  • που έχει άκρη πολύ μυτερή σαν σουβλί (και μεταφορικά)
    Ζωγράφισε τη μάγισσα άσχημη με σουβλερή μύτη

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • σουβλερομύτης, σουβλερομύτα
  • σουβλερομύτικος
  • σουβλερόσχιστος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σουβλερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «σούβλα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.