σουβλερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σουβλερός | η | σουβλερή | το | σουβλερό |
| γενική | του | σουβλερού | της | σουβλερής | του | σουβλερού |
| αιτιατική | τον | σουβλερό | τη | σουβλερή | το | σουβλερό |
| κλητική | σουβλερέ | σουβλερή | σουβλερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σουβλεροί | οι | σουβλερές | τα | σουβλερά |
| γενική | των | σουβλερών | των | σουβλερών | των | σουβλερών |
| αιτιατική | τους | σουβλερούς | τις | σουβλερές | τα | σουβλερά |
| κλητική | σουβλεροί | σουβλερές | σουβλερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /su.vleˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐βλε‐ρός
Επίθετο
σουβλερός, -ή, -ό
Συνώνυμα
Σύνθετα
- σουβλερομύτης, σουβλερομύτα
- σουβλερομύτικος
- σουβλερόσχιστος
Αναφορές
- σουβλερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «σούβλα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.