ὀξύηχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀξύηχος | τὸ | ὀξύηχον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὀξυήχου | τοῦ | ὀξυήχου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὀξυήχῳ | τῷ | ὀξυήχῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀξύηχον | τὸ | ὀξύηχον | ||
| κλητική ὦ! | ὀξύηχε | ὀξύηχον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὀξύηχοι | τὰ | ὀξύηχᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὀξυήχων | τῶν | ὀξυήχων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὀξυήχοις | τοῖς | ὀξυήχοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὀξυήχους | τὰ | ὀξύηχᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὀξύηχοι | ὀξύηχᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀξυήχω | τὼ | ὀξυήχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀξυήχοιν | τοῖν | ὀξυήχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ὀξύηχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.