οξυκόρυφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οξυκόρυφος | η | οξυκόρυφη | το | οξυκόρυφο |
| γενική | του | οξυκόρυφου | της | οξυκόρυφης | του | οξυκόρυφου |
| αιτιατική | τον | οξυκόρυφο | την | οξυκόρυφη | το | οξυκόρυφο |
| κλητική | οξυκόρυφε | οξυκόρυφη | οξυκόρυφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οξυκόρυφοι | οι | οξυκόρυφες | τα | οξυκόρυφα |
| γενική | των | οξυκόρυφων | των | οξυκόρυφων | των | οξυκόρυφων |
| αιτιατική | τους | οξυκόρυφους | τις | οξυκόρυφες | τα | οξυκόρυφα |
| κλητική | οξυκόρυφοι | οξυκόρυφες | οξυκόρυφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οξυκόρυφος < οξυ- + κορυφή + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ksiˈko.ɾi.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξυ‐κό‐ρυ‐φος
Επίθετο
οξυκόρυφος, -η, -ο
- που η κορυφή που διαθέτει είναι οξεία, αιχμηρή
Μεταφράσεις
οξυκόρυφος
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.