βαμβακερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαμβακερός | η | βαμβακερή | το | βαμβακερό |
| γενική | του | βαμβακερού | της | βαμβακερής | του | βαμβακερού |
| αιτιατική | τον | βαμβακερό | τη | βαμβακερή | το | βαμβακερό |
| κλητική | βαμβακερέ | βαμβακερή | βαμβακερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαμβακεροί | οι | βαμβακερές | τα | βαμβακερά |
| γενική | των | βαμβακερών | των | βαμβακερών | των | βαμβακερών |
| αιτιατική | τους | βαμβακερούς | τις | βαμβακερές | τα | βαμβακερά |
| κλητική | βαμβακεροί | βαμβακερές | βαμβακερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαμβακερός < βαμπακερός με λόγια επίδραση [mb] → [mv][1]
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- βαμβακερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.