ένδυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ένδυμα τα ενδύματα
      γενική του ενδύματος των ενδυμάτων
    αιτιατική το ένδυμα τα ενδύματα
     κλητική ένδυμα ενδύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ένδυμα < αρχαία ελληνική ἔνδυμα [1] Δείτε και το μεσαιωνικό ἔνδυμα(ν) / ἔντυμα(ν) / ντύμα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈen.ði.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ένδυμα

Ουσιαστικό

ένδυμα ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) το ρούχο
  2. το κάλυμμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. λόγιο διαχρονικό δάνειο κατά το: ένδυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    ΣτΕ: Αντίθετα, Ο Γεώργιος Παπαναστασίου (2010, Katharevousa@academia, σελ.230.υποσημείωση) διαφωνεί με την άποψη του Ευάγγελου Πετρούνια (που συνέταξε τις ετυμολογίες στο Λεξικό «Τριανταφυλλίδη») ότι είναι λόγιο διαχρονικό δάνειο, θεωρώντας το κληρονομημένη λέξη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.