χνούδιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χνούδιασμα τα χνουδιάσματα
      γενική του χνουδιάσματος των χνουδιασμάτων
    αιτιατική το χνούδιασμα τα χνουδιάσματα
     κλητική χνούδιασμα χνουδιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χνούδιασμα < χνουδιάζω + -μα

Ουσιαστικό

χνούδιασμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.