μάλλινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μάλλινος | η | μάλλινη | το | μάλλινο |
| γενική | του | μάλλινου | της | μάλλινης | του | μάλλινου |
| αιτιατική | τον | μάλλινο | τη | μάλλινη | το | μάλλινο |
| κλητική | μάλλινε | μάλλινη | μάλλινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μάλλινοι | οι | μάλλινες | τα | μάλλινα |
| γενική | των | μάλλινων | των | μάλλινων | των | μάλλινων |
| αιτιατική | τους | μάλλινους | τις | μάλλινες | τα | μάλλινα |
| κλητική | μάλλινοι | μάλλινες | μάλλινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

μάλλινες κουβέρτες
Ετυμολογία
- μάλλινος < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.