χνουδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- χνούδιασμα
- → δείτε τη λέξη χνούδι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χνουδιάζω | χνούδιαζα | θα χνουδιάζω | να χνουδιάζω | χνουδιάζοντας | |
| β' ενικ. | χνουδιάζεις | χνούδιαζες | θα χνουδιάζεις | να χνουδιάζεις | χνούδιαζε | |
| γ' ενικ. | χνουδιάζει | χνούδιαζε | θα χνουδιάζει | να χνουδιάζει | ||
| α' πληθ. | χνουδιάζουμε | χνουδιάζαμε | θα χνουδιάζουμε | να χνουδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | χνουδιάζετε | χνουδιάζατε | θα χνουδιάζετε | να χνουδιάζετε | χνουδιάζετε | |
| γ' πληθ. | χνουδιάζουν(ε) | χνούδιαζαν χνουδιάζαν(ε) |
θα χνουδιάζουν(ε) | να χνουδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χνούδιασα | θα χνουδιάσω | να χνουδιάσω | χνουδιάσει | ||
| β' ενικ. | χνούδιασες | θα χνουδιάσεις | να χνουδιάσεις | χνούδιασε | ||
| γ' ενικ. | χνούδιασε | θα χνουδιάσει | να χνουδιάσει | |||
| α' πληθ. | χνουδιάσαμε | θα χνουδιάσουμε | να χνουδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | χνουδιάσατε | θα χνουδιάσετε | να χνουδιάσετε | χνουδιάστε | ||
| γ' πληθ. | χνούδιασαν χνουδιάσαν(ε) |
θα χνουδιάσουν(ε) | να χνουδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χνουδιάσει | είχα χνουδιάσει | θα έχω χνουδιάσει | να έχω χνουδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χνουδιάσει | είχες χνουδιάσει | θα έχεις χνουδιάσει | να έχεις χνουδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χνουδιάσει | είχε χνουδιάσει | θα έχει χνουδιάσει | να έχει χνουδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χνουδιάσει | είχαμε χνουδιάσει | θα έχουμε χνουδιάσει | να έχουμε χνουδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χνουδιάσει | είχατε χνουδιάσει | θα έχετε χνουδιάσει | να έχετε χνουδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χνουδιάσει | είχαν χνουδιάσει | θα έχουν χνουδιάσει | να έχουν χνουδιάσει |
| |
Μεταφράσεις
χνουδιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.