χνόος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χνόος > χνοῦς | οἱ | χνόοι > χνοῖ |
| γενική | τοῦ | χνόου > χνοῦ | τῶν | χνόων > χνῶν |
| δοτική | τῷ | χνόῳ > χνῷ | τοῖς | χνόοις > χνοῖς |
| αιτιατική | τὸν | χνόον > χνοῦν | τοὺς | χνόους > χνοῦς |
| κλητική ὦ! | χνόε > χνοῦ | χνόοι > χνοῖ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χνόω > χνώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χνόοιν > χνοῖν | ||
| 2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χνόος, ήδη ομηρικό < άγνωστης ετυμολογίας Δε συνδέεται με το χνόη.[1]
Ουσιαστικό
χνόος αρσενικό (συνηρημένο χνοῦς)
- λεπτό άχυρο
- το χνούδι στο ανθρώπινο σώμα, το τρίχωμα που δεν είναι ιδιαιτερα ανεπτυγμένο στα ζώα
- το χνούδι σε καρπούς και λουλούδια
- ο αφρός (στο στόμα του αλόγου, στην ακροθαλασσιά)
- ο κονιορτός, η σκόνη (μεταγενέστερη έννοια]]), το υπόλειμμα από το αλάτι της θάλασσας που μένει στο σώμα, η κρούστα
- το απομεινάρι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- χνόος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χνόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.