παλαιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλαιότητα οι παλαιότητες
      γενική της παλαιότητας των παλαιοτήτων
    αιτιατική την παλαιότητα τις παλαιότητες
     κλητική παλαιότητα παλαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαιότητα < αρχαία ελληνική παλαιότης < παλαιός + -ότης / -ότητα

Ουσιαστικό

παλαιότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του παλαιού, του παλιού
    το κιτρίνισμα σε μια φωτογραφία είναι μια ένδειξη για την παλαιότητά της
  2. το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τότε που κάτι δημιουργήθηκε μέχρι σήμερα
    οι φόροι για τα ακίνητα εξαρτώνται από την παλαιότητά τους
  3. (για εργαζόμενους) η μεγάλη προϋπηρεσία
    με τον νέο νόμο η παλαιότητα δεν είναι πια το μοναδικό κριτήριο για την βαθμολογική εξέλιξη των δημοσίων υπαλλήλων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.