απαλόχνουδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαλόχνουδος η απαλόχνουδη το απαλόχνουδο
      γενική του απαλόχνουδου της απαλόχνουδης του απαλόχνουδου
    αιτιατική τον απαλόχνουδο την απαλόχνουδη το απαλόχνουδο
     κλητική απαλόχνουδε απαλόχνουδη απαλόχνουδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαλόχνουδοι οι απαλόχνουδες τα απαλόχνουδα
      γενική των απαλόχνουδων των απαλόχνουδων των απαλόχνουδων
    αιτιατική τους απαλόχνουδους τις απαλόχνουδες τα απαλόχνουδα
     κλητική απαλόχνουδοι απαλόχνουδες απαλόχνουδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαλόχνουδος < απαλός + -ο- + χνούδι + -ος

Επίθετο

απαλόχνουδος, -η, -ο

  1. (παρωχημένο) (λογοτεχνικό) που είναι φτιαγμένος από απαλά χνούδια
  2. (παρωχημένο) (λογοτεχνικό) που είναι απαλός σαν χνούδι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.