απαλόχνουδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαλόχνουδος | η | απαλόχνουδη | το | απαλόχνουδο |
| γενική | του | απαλόχνουδου | της | απαλόχνουδης | του | απαλόχνουδου |
| αιτιατική | τον | απαλόχνουδο | την | απαλόχνουδη | το | απαλόχνουδο |
| κλητική | απαλόχνουδε | απαλόχνουδη | απαλόχνουδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαλόχνουδοι | οι | απαλόχνουδες | τα | απαλόχνουδα |
| γενική | των | απαλόχνουδων | των | απαλόχνουδων | των | απαλόχνουδων |
| αιτιατική | τους | απαλόχνουδους | τις | απαλόχνουδες | τα | απαλόχνουδα |
| κλητική | απαλόχνουδοι | απαλόχνουδες | απαλόχνουδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
απαλόχνουδος, -η, -ο
- (παρωχημένο) (λογοτεχνικό) που είναι φτιαγμένος από απαλά χνούδια
- (παρωχημένο) (λογοτεχνικό) που είναι απαλός σαν χνούδι
Μεταφράσεις
απαλόχνουδος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.