ίουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίουλος οι ίουλοι
      γενική του ίουλου
& ιούλου
των ίουλων
& ιούλων
    αιτιατική τον ίουλο τους ίουλους
& ιούλους
     κλητική ίουλε ίουλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίουλος < αρχαία ελληνική ἴουλος

Ουσιαστικό

ίουλος αρσενικό

  1. (λόγιο) το πρώτο χνούδι, οι πρώτες τρίχες στα νεανικά μάγουλα
     συνώνυμα: χνούδι
  2. (βοτανική) ταξιανθία σε μορφή βότρυος
     συνώνυμα: ανθήλη
  3. (ζωολογία) είδος μυριάποδου (σαρανταποδαρούσας) της οικογένειας των ιουλιδών, της τάξης των ιουλοειδών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.