χαρακτηρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαρακτηρίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαρακτηρίζω < αρχαία ελληνική χαρακτήρ + -ίζω < χαράσσω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.ɾa.ktiˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρα‐κτη‐ρί‐ζω
Ρήμα
χαρακτηρίζω, αόρ.: χαρακτήρισα, παθ.φωνή: χαρακτηρίζομαι, π.αόρ.: χαρακτηρίστηκα, μτχ.π.π.: χαρακτηρισμένος
Αντώνυμα
Σύνθετα
- αποχαρακτηρίζω
- αυτοχαρακτηρίζομαι
- κακοχαρακτηρίζω
- καλοχαρακτηρίζω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις χαρακτήρας και χαράσσω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χαρακτηρίζω | χαρακτήριζα | θα χαρακτηρίζω | να χαρακτηρίζω | χαρακτηρίζοντας | |
| β' ενικ. | χαρακτηρίζεις | χαρακτήριζες | θα χαρακτηρίζεις | να χαρακτηρίζεις | χαρακτήριζε | |
| γ' ενικ. | χαρακτηρίζει | χαρακτήριζε | θα χαρακτηρίζει | να χαρακτηρίζει | ||
| α' πληθ. | χαρακτηρίζουμε | χαρακτηρίζαμε | θα χαρακτηρίζουμε | να χαρακτηρίζουμε | ||
| β' πληθ. | χαρακτηρίζετε | χαρακτηρίζατε | θα χαρακτηρίζετε | να χαρακτηρίζετε | χαρακτηρίζετε | |
| γ' πληθ. | χαρακτηρίζουν(ε) | χαρακτήριζαν χαρακτηρίζαν(ε) |
θα χαρακτηρίζουν(ε) | να χαρακτηρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χαρακτήρισα | θα χαρακτηρίσω | να χαρακτηρίσω | χαρακτηρίσει | ||
| β' ενικ. | χαρακτήρισες | θα χαρακτηρίσεις | να χαρακτηρίσεις | χαρακτήρισε | ||
| γ' ενικ. | χαρακτήρισε | θα χαρακτηρίσει | να χαρακτηρίσει | |||
| α' πληθ. | χαρακτηρίσαμε | θα χαρακτηρίσουμε | να χαρακτηρίσουμε | |||
| β' πληθ. | χαρακτηρίσατε | θα χαρακτηρίσετε | να χαρακτηρίσετε | χαρακτηρίστε | ||
| γ' πληθ. | χαρακτήρισαν χαρακτηρίσαν(ε) |
θα χαρακτηρίσουν(ε) | να χαρακτηρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χαρακτηρίσει | είχα χαρακτηρίσει | θα έχω χαρακτηρίσει | να έχω χαρακτηρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χαρακτηρίσει | είχες χαρακτηρίσει | θα έχεις χαρακτηρίσει | να έχεις χαρακτηρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χαρακτηρίσει | είχε χαρακτηρίσει | θα έχει χαρακτηρίσει | να έχει χαρακτηρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χαρακτηρίσει | είχαμε χαρακτηρίσει | θα έχουμε χαρακτηρίσει | να έχουμε χαρακτηρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χαρακτηρίσει | είχατε χαρακτηρίσει | θα έχετε χαρακτηρίσει | να έχετε χαρακτηρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χαρακτηρίσει | είχαν χαρακτηρίσει | θα έχουν χαρακτηρίσει | να έχουν χαρακτηρίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χαρακτηρίζομαι | χαρακτηριζόμουν(α) | θα χαρακτηρίζομαι | να χαρακτηρίζομαι | ||
| β' ενικ. | χαρακτηρίζεσαι | χαρακτηριζόσουν(α) | θα χαρακτηρίζεσαι | να χαρακτηρίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | χαρακτηρίζεται | χαρακτηριζόταν(ε) | θα χαρακτηρίζεται | να χαρακτηρίζεται | ||
| α' πληθ. | χαρακτηριζόμαστε | χαρακτηριζόμαστε χαρακτηριζόμασταν |
θα χαρακτηριζόμαστε | να χαρακτηριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | χαρακτηρίζεστε | χαρακτηριζόσαστε χαρακτηριζόσασταν |
θα χαρακτηρίζεστε | να χαρακτηρίζεστε | (χαρακτηρίζεστε) | |
| γ' πληθ. | χαρακτηρίζονται | χαρακτηρίζονταν χαρακτηριζόντουσαν |
θα χαρακτηρίζονται | να χαρακτηρίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χαρακτηρίστηκα | θα χαρακτηριστώ | να χαρακτηριστώ | χαρακτηριστεί | ||
| β' ενικ. | χαρακτηρίστηκες | θα χαρακτηριστείς | να χαρακτηριστείς | χαρακτηρίσου | ||
| γ' ενικ. | χαρακτηρίστηκε | θα χαρακτηριστεί | να χαρακτηριστεί | |||
| α' πληθ. | χαρακτηριστήκαμε | θα χαρακτηριστούμε | να χαρακτηριστούμε | |||
| β' πληθ. | χαρακτηριστήκατε | θα χαρακτηριστείτε | να χαρακτηριστείτε | χαρακτηριστείτε | ||
| γ' πληθ. | χαρακτηρίστηκαν χαρακτηριστήκαν(ε) |
θα χαρακτηριστούν(ε) | να χαρακτηριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω χαρακτηριστεί | είχα χαρακτηριστεί | θα έχω χαρακτηριστεί | να έχω χαρακτηριστεί | χαρακτηρισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις χαρακτηριστεί | είχες χαρακτηριστεί | θα έχεις χαρακτηριστεί | να έχεις χαρακτηριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει χαρακτηριστεί | είχε χαρακτηριστεί | θα έχει χαρακτηριστεί | να έχει χαρακτηριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε χαρακτηριστεί | είχαμε χαρακτηριστεί | θα έχουμε χαρακτηριστεί | να έχουμε χαρακτηριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε χαρακτηριστεί | είχατε χαρακτηριστεί | θα έχετε χαρακτηριστεί | να έχετε χαρακτηριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν χαρακτηριστεί | είχαν χαρακτηριστεί | θα έχουν χαρακτηριστεί | να έχουν χαρακτηριστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χαρακτηρισμένος - είμαστε, είστε, είναι χαρακτηρισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χαρακτηρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χαρακτηρισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χαρακτηρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χαρακτηρισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χαρακτηρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χαρακτηρισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
χαρακτηρίζω
|
Πηγές
- χαρακτηρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χαρακτηρίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χαρακτηρίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χαρακτήρ + -ίζω < θέμα χαρακ- στο χαράσσω
Ρήμα
χαρακτηρίζω (ελληνιστική κοινή)
- προσδίδω ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηρίζω
- ※ 3ος κε αιώνας Πλωτίνος, Εννεάδες, 1.8.3 @scaife.perseus
- δεῖ οὖν εἶναί τι καὶ ἄπειρον καθ̓ αὑτὸ καὶ ἀνείδεον αὖ αὐτὸ καὶ τὰ ἄλλα τα πρόσθεν, ἃ τὴν τοῦ κακοῦ ἐχαρακτήριζε φύσιν,
- ※ 3ος κε αιώνας Πλωτίνος, Εννεάδες, 1.8.3 @scaife.perseus
- χαράζω, εγχαράσσω
- δίνω έμφαση
- επεξηγώ, ερμηνεύω
- (στην παθητική φωνή) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι
- (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) παίρνω τη μορφή κάποιου
Σύνθετα
- διαχαρακτηρίζω
- μεταχαρακτηρίζω
Πηγές
- χαρακτηρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.