χαρακτηρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαρακτηρίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαρακτηρίζω < αρχαία ελληνική χαρακτήρ + -ίζω < χαράσσω

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.ɾa.ktiˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρακτηρίζω

Ρήμα

χαρακτηρίζω, αόρ.: χαρακτήρισα, παθ.φωνή: χαρακτηρίζομαι, π.αόρ.: χαρακτηρίστηκα, μτχ.π.π.: χαρακτηρισμένος

Αντώνυμα

Σύνθετα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χαρακτηρίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χαρακτήρ + -ίζω < θέμα χαρακ- στο χαράσσω

Ρήμα

χαρακτηρίζω (ελληνιστική κοινή)

  1. προσδίδω ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηρίζω
      3ος κε αιώνας Πλωτίνος, Εννεάδες, 1.8.3 @scaife.perseus
    δεῖ οὖν εἶναί τι καὶ ἄπειρον καθ̓ αὑτὸ καὶ ἀνείδεον αὖ αὐτὸ καὶ τὰ ἄλλα τα πρόσθεν, ἃ τὴν τοῦ κακοῦ ἐχαρακτήριζε φύσιν,
  2. χαράζω, εγχαράσσω
  3. δίνω έμφαση
  4. επεξηγώ, ερμηνεύω
  5. (στην παθητική φωνή) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι
  6. (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) παίρνω τη μορφή κάποιου

Σύνθετα

  • διαχαρακτηρίζω
  • μεταχαρακτηρίζω

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.