χαρακτηρίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.ɾa.ktiˈɾi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρακτηρίζομαι

Ρηματικός τύπος

χαρακτηρίζομαι, πρτ.: χαρακτηριζόμουν, στ.μέλλ.: θα χαρακτηριστώ, αόρ.: χαρακτηρίστηκα, μτχ.π.π.: χαρακτηρισμένος



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

χαρακτηρίζομαι (ελληνιστική κοινή)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.