χαρακτήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χαρακτήρ < χαράσσω

Ουσιαστικό

χαρακτήρ αρσενικό

  1. ο χαράκτης (π.χ. νομισμάτων)
  2. το όργανο χάραξης
  3. το χάραγμα, αυτό που χαράχτηκε, το σχέδιο
  4. τα γράμματα, οι αριθμοί
  5. τα χαρακτηριστικά του προσώπου
  6. η ειδοποιός διαφορά σε πρόσωπα, ζώα, αντικείμενα, κείμενα κ.λπ., η ιδιότητα που τα ξεχωρίζει από άλλα είδη αλλά και από ομοειδή
    χαρακτήρ γλώσσης : η διάλεκτος
    χαρακτήρ Δημοσθένους ή δικανικός χαρακτήρ ή γλαφυρός χαρακτήρ: στυλ, τεχνοτροπία, ύφος ρητορικής
  7. ο χαρακτήρας, το σύνολο των βασικών ιδιοτήτων (πνευματικων και ιδιοσυγκρασιακών) που χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο
    ἀνδρὸς χαρακτήρ ἐκ λόγου γνωρίζεται

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.