αποχαρακτηρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποχαρακτηρίζω < απο- + χαρακτηρίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.xa.ɾa.ktiˈɾi.zo/
Ρήμα
αποχαρακτηρίζω, αόρ.: αποχαρακτήρισα, παθ.φωνή: αποχαρακτηρίζομαι, π.αόρ.: αποχαρακτηρίστηκα, μτχ.π.π.: αποχαρακτηρισμένος
- καταργώ, αίρω χαρακτηρισμό που έχω προσδώσει
- η περιοχή ήταν δασική, αλλά τώρα αποχαρακτηρίστηκε
Αντώνυμα
Παράγωγα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαρακτήρας
- αποχαρακτηρισμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποχαρακτηρίζω | αποχαρακτήριζα | θα αποχαρακτηρίζω | να αποχαρακτηρίζω | αποχαρακτηρίζοντας | |
| β' ενικ. | αποχαρακτηρίζεις | αποχαρακτήριζες | θα αποχαρακτηρίζεις | να αποχαρακτηρίζεις | αποχαρακτήριζε | |
| γ' ενικ. | αποχαρακτηρίζει | αποχαρακτήριζε | θα αποχαρακτηρίζει | να αποχαρακτηρίζει | ||
| α' πληθ. | αποχαρακτηρίζουμε | αποχαρακτηρίζαμε | θα αποχαρακτηρίζουμε | να αποχαρακτηρίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποχαρακτηρίζετε | αποχαρακτηρίζατε | θα αποχαρακτηρίζετε | να αποχαρακτηρίζετε | αποχαρακτηρίζετε | |
| γ' πληθ. | αποχαρακτηρίζουν(ε) | αποχαρακτήριζαν αποχαρακτηρίζαν(ε) |
θα αποχαρακτηρίζουν(ε) | να αποχαρακτηρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποχαρακτήρισα | θα αποχαρακτηρίσω | να αποχαρακτηρίσω | αποχαρακτηρίσει | ||
| β' ενικ. | αποχαρακτήρισες | θα αποχαρακτηρίσεις | να αποχαρακτηρίσεις | αποχαρακτήρισε | ||
| γ' ενικ. | αποχαρακτήρισε | θα αποχαρακτηρίσει | να αποχαρακτηρίσει | |||
| α' πληθ. | αποχαρακτηρίσαμε | θα αποχαρακτηρίσουμε | να αποχαρακτηρίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποχαρακτηρίσατε | θα αποχαρακτηρίσετε | να αποχαρακτηρίσετε | αποχαρακτηρίστε | ||
| γ' πληθ. | αποχαρακτήρισαν αποχαρακτηρίσαν(ε) |
θα αποχαρακτηρίσουν(ε) | να αποχαρακτηρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποχαρακτηρίσει | είχα αποχαρακτηρίσει | θα έχω αποχαρακτηρίσει | να έχω αποχαρακτηρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποχαρακτηρίσει | είχες αποχαρακτηρίσει | θα έχεις αποχαρακτηρίσει | να έχεις αποχαρακτηρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποχαρακτηρίσει | είχε αποχαρακτηρίσει | θα έχει αποχαρακτηρίσει | να έχει αποχαρακτηρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποχαρακτηρίσει | είχαμε αποχαρακτηρίσει | θα έχουμε αποχαρακτηρίσει | να έχουμε αποχαρακτηρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποχαρακτηρίσει | είχατε αποχαρακτηρίσει | θα έχετε αποχαρακτηρίσει | να έχετε αποχαρακτηρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποχαρακτηρίσει | είχαν αποχαρακτηρίσει | θα έχουν αποχαρακτηρίσει | να έχουν αποχαρακτηρίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποχαρακτηρίζομαι | αποχαρακτηριζόμουν(α) | θα αποχαρακτηρίζομαι | να αποχαρακτηρίζομαι | ||
| β' ενικ. | αποχαρακτηρίζεσαι | αποχαρακτηριζόσουν(α) | θα αποχαρακτηρίζεσαι | να αποχαρακτηρίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | αποχαρακτηρίζεται | αποχαρακτηριζόταν(ε) | θα αποχαρακτηρίζεται | να αποχαρακτηρίζεται | ||
| α' πληθ. | αποχαρακτηριζόμαστε | αποχαρακτηριζόμαστε αποχαρακτηριζόμασταν |
θα αποχαρακτηριζόμαστε | να αποχαρακτηριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποχαρακτηρίζεστε | αποχαρακτηριζόσαστε αποχαρακτηριζόσασταν |
θα αποχαρακτηρίζεστε | να αποχαρακτηρίζεστε | (αποχαρακτηρίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αποχαρακτηρίζονται | αποχαρακτηρίζονταν αποχαρακτηριζόντουσαν |
θα αποχαρακτηρίζονται | να αποχαρακτηρίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποχαρακτηρίστηκα | θα αποχαρακτηριστώ | να αποχαρακτηριστώ | αποχαρακτηριστεί | ||
| β' ενικ. | αποχαρακτηρίστηκες | θα αποχαρακτηριστείς | να αποχαρακτηριστείς | αποχαρακτηρίσου | ||
| γ' ενικ. | αποχαρακτηρίστηκε | θα αποχαρακτηριστεί | να αποχαρακτηριστεί | |||
| α' πληθ. | αποχαρακτηριστήκαμε | θα αποχαρακτηριστούμε | να αποχαρακτηριστούμε | |||
| β' πληθ. | αποχαρακτηριστήκατε | θα αποχαρακτηριστείτε | να αποχαρακτηριστείτε | αποχαρακτηριστείτε | ||
| γ' πληθ. | αποχαρακτηρίστηκαν αποχαρακτηριστήκαν(ε) |
θα αποχαρακτηριστούν(ε) | να αποχαρακτηριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποχαρακτηριστεί | είχα αποχαρακτηριστεί | θα έχω αποχαρακτηριστεί | να έχω αποχαρακτηριστεί | αποχαρακτηρισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποχαρακτηριστεί | είχες αποχαρακτηριστεί | θα έχεις αποχαρακτηριστεί | να έχεις αποχαρακτηριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποχαρακτηριστεί | είχε αποχαρακτηριστεί | θα έχει αποχαρακτηριστεί | να έχει αποχαρακτηριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποχαρακτηριστεί | είχαμε αποχαρακτηριστεί | θα έχουμε αποχαρακτηριστεί | να έχουμε αποχαρακτηριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποχαρακτηριστεί | είχατε αποχαρακτηριστεί | θα έχετε αποχαρακτηριστεί | να έχετε αποχαρακτηριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποχαρακτηριστεί | είχαν αποχαρακτηριστεί | θα έχουν αποχαρακτηριστεί | να έχουν αποχαρακτηριστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.