γνώρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γνώρισμα τα γνωρίσματα
      γενική του γνωρίσματος των γνωρισμάτων
    αιτιατική το γνώρισμα τα γνωρίσματα
     κλητική γνώρισμα γνωρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σχεσιακές βάσεις δεδομένων: πίνακας (table ή relation) με στήλες (γνωρίσματα / attributes) και γραμμές (πλειάδες / tuples)

Ετυμολογία

γνώρισμα < αρχαία ελληνική γνώρισμα < γνωρίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣno.ɾi.zma/

Ουσιαστικό

γνώρισμα ουδέτερο

  1. χαρακτηριστικό, κάτι που εμφανίζει ένα πρόσωπο ή πράγμα ή κατηγορία και μας επιτρέπει να το αναγνωρίσουμε και να το διακρίνουμε από άλλα
  2. κάτι που είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω
    τα βιβλία των εν λόγω συγγραφέων «Χ», «Υ» και «Ω», θαρρώ, πως είναι από τα πιο σημαντικά γνωρίσματα της σύγχρονης εποχής, που είχα ποτέ διαβάσει
  3. (βάσεις δεδομένων) η στήλη μίας σχέσης (relation) / πίνακα (table) ενός σχεσιακού μοντέλου / σχεσιακής βάσης δεδομένων.[1] Ο όρος γνώρισμα (attribute) χρησιμοποιείται κυρίως στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών.
    Συνώνυμα: στήλη, ιδιότητα
    Υπώνυμα: περιγραφικό γνώρισμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Παύλος Εφραιμίδης, Λέκτορας, Σχεσιακό Μοντέλο Δεδομένων, σελ. 7, από Πανεπιστήμιο Θράκης. Προσπέλαση 2020-02-04
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.