προσδίδω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσδίδω < αρχαία ελληνική προσδίδωμι < δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dédeh₃- < *deh- (δίνω)

Ρήμα

προσδίδω

  • παρέχω κάτι επιπρόσθετα, δίνω ένα ακόμα (μάλλον θετικό) χαρακτηριστικό
      Η ύπαρξη όμως μιας μεγάλης εβραϊκής κοινότητας με σημαίνουσα θέση στην πόλη προσέδωσε στη διαδικασία αυτή τα χαρακτηριστικά της συνάντησης με έναν «αρχετυπικό Άλλον» που ήταν οι Εβραίοι για την κυρίαρχη και ισχυρή τάση της ελληνορθόδοξης ταυτότητας. (*)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.