βάσει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βάσει < καθαρεύουσα βάσει < αρχαία ελληνική βάσει (δοτική ενικού του βάσις) < βαίνω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sur la base de. → δείτε τη λέξη βάση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈva.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐σει
- ομόηχο: βάση
Επίρρημα
βάσει
Συνώνυμα
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.