βάσει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βάσει < καθαρεύουσα βάσει < αρχαία ελληνική βάσει (δοτική ενικού του βάσις) < βαίνω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sur la base de.  δείτε τη λέξη βάση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈva.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάσει
ομόηχο: βάση

Επίρρημα

βάσει

  • (λόγιο) με βάση κάτι, σύμφωνα με κάτι
    βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 4...
    αδύνατον να κρίνουμε, βάσει των όσων γνωρίζουμε

Συνώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βάσει θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.