αυτοχαρακτηρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοχαρακτηρίζομαι < αυτο- + χαρακτηρίζομαι
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοχαρακτηρίζομαι | αυτοχαρακτηριζόμουν(α) | θα αυτοχαρακτηρίζομαι | να αυτοχαρακτηρίζομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοχαρακτηρίζεσαι | αυτοχαρακτηριζόσουν(α) | θα αυτοχαρακτηρίζεσαι | να αυτοχαρακτηρίζεσαι | (αυτοχαρακτηρίζου) | |
| γ' ενικ. | αυτοχαρακτηρίζεται | αυτοχαρακτηριζόταν(ε) | θα αυτοχαρακτηρίζεται | να αυτοχαρακτηρίζεται | ||
| α' πληθ. | αυτοχαρακτηριζόμαστε | αυτοχαρακτηριζόμαστε αυτοχαρακτηριζόμασταν |
θα αυτοχαρακτηριζόμαστε | να αυτοχαρακτηριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοχαρακτηρίζεστε | αυτοχαρακτηριζόσαστε αυτοχαρακτηριζόσασταν |
θα αυτοχαρακτηρίζεστε | να αυτοχαρακτηρίζεστε | (αυτοχαρακτηρίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοχαρακτηρίζονται | αυτοχαρακτηρίζονταν αυτοχαρακτηριζόντουσαν |
θα αυτοχαρακτηρίζονται | να αυτοχαρακτηρίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοχαρακτηρίστηκα | θα αυτοχαρακτηριστώ | να αυτοχαρακτηριστώ | αυτοχαρακτηριστεί | ||
| β' ενικ. | αυτοχαρακτηρίστηκες | θα αυτοχαρακτηριστείς | να αυτοχαρακτηριστείς | αυτοχαρακτηρίσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοχαρακτηρίστηκε | θα αυτοχαρακτηριστεί | να αυτοχαρακτηριστεί | |||
| α' πληθ. | αυτοχαρακτηριστήκαμε | θα αυτοχαρακτηριστούμε | να αυτοχαρακτηριστούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοχαρακτηριστήκατε | θα αυτοχαρακτηριστείτε | να αυτοχαρακτηριστείτε | αυτοχαρακτηριστείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοχαρακτηρίστηκαν αυτοχαρακτηριστήκαν(ε) |
θα αυτοχαρακτηριστούν(ε) | να αυτοχαρακτηριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοχαρακτηριστεί | είχα αυτοχαρακτηριστεί | θα έχω αυτοχαρακτηριστεί | να έχω αυτοχαρακτηριστεί | αυτοχαρακτηρισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοχαρακτηριστεί | είχες αυτοχαρακτηριστεί | θα έχεις αυτοχαρακτηριστεί | να έχεις αυτοχαρακτηριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοχαρακτηριστεί | είχε αυτοχαρακτηριστεί | θα έχει αυτοχαρακτηριστεί | να έχει αυτοχαρακτηριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοχαρακτηριστεί | είχαμε αυτοχαρακτηριστεί | θα έχουμε αυτοχαρακτηριστεί | να έχουμε αυτοχαρακτηριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοχαρακτηριστεί | είχατε αυτοχαρακτηριστεί | θα έχετε αυτοχαρακτηριστεί | να έχετε αυτοχαρακτηριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοχαρακτηριστεί | είχαν αυτοχαρακτηριστεί | θα έχουν αυτοχαρακτηριστεί | να έχουν αυτοχαρακτηριστεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοχαρακτηρίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.